συγκαταβατικότητα

συγκαταβατικότητα
[-ης (-ητος)] η
1) снисходительность, мягкость; терпимость; уступчивость; 2) умеренность, приемлемость (цена и т. п.)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "συγκαταβατικότητα" в других словарях:

  • συγκαταβατικότητα — η, Ν η ιδιότητα τού συγκαταβατικού. [ΕΤΥΜΟΛ. < συγκαταβατικός. Η λ., στον λόγιο τ. συγκαταβατικότης, μαρτυρείται από το 1866 στον Γ. Σ. Πόγγη] …   Dictionary of Greek

  • επιείκεια — Όρος που στην περιοχή του δικαίου έχει προσκτήσει ποικίλες έννοιες. Στην αριστοτελική ηθική φιλοσοφία (Ηθικά Νικομάχεια, κεφ. Ε 14.1137 b, 26 επ.) το «επιεικές» είναι η βαθύτερη, πληρέστερη, περιεκτικότερη πραγμάτωση της δικαιοσύνης, που ο νόμος …   Dictionary of Greek

  • επιεικής — ές (AM ἐπιεικής, ές) συγκαταβατικός, ήπιος στην κρίση του, μετριοπαθής αρχ. μσν. 1. πράος, αγαθός 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπιεικές α) επιείκεια, συγκαταβατικότητα β) αγαθότητα αρχ. 1. αρμόδιος, κατάλληλος («τύμβον δ’ οὐ μάλα πολλόν... ἀλλ’ ἐπιεικέα …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • καλοβολιά — η [καλόβολος] η ιδιότητα τού καλόβολου, η συγκαταβατικότητα …   Dictionary of Greek

  • καταδεκτικός — και καταδεχτικός, ή, ό (AM καταδεκτικός, ή, όν) [καταδέχομαι] νεοελλ. μσν. αυτός που καταδέχεται, αυτός που φέρεται με συγκαταβατικότητα και μετριοφροσύνη αρχ. ο δεκτικός …   Dictionary of Greek

  • μαλακοσύνη — η το να είναι κανείς ή κάτι μαλακό, η ηπιότητα, η συγκαταβατικότητα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»